λυγιέμαι — (μέσ. τ.) βλ. λυγίζω … Dictionary of Greek
εκλυγίζω — ἐκλυγίζω (Α) λυγιέμαι, χορεύω με υπερβολικά κουνήματα … Dictionary of Greek
λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… … Dictionary of Greek
σειέμαι — 1 → δες σείω 2 σείστηκα βλ. πίν. 203 Σημειώσεις: σειέμαι : στις εκφρ. σειέμαι και λυγιέμαι και σεινάμενη κουνάμενη έχει την ειδική έννοια → περπατάω καμαρωτά … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυγίζω — λύγισα, λυγίστηκα, λυγισμένος 1. μτβ., κυρτώνω, κάμπτω κάτι: Λύγισε τη μέση της και έκανε μια στροφή. 2. αμτβ., κυρτώνομαι, κάμπτομαι: Τα κλαδιά λύγισαν από τον αέρα. 3. το μέσ., λυγίζομαι και λυγιέμαι κουνώ το κορμί μου ζωηρά. 4. μτφ., υποχωρώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)